διχάλι

διχάλι
το
η διχάλα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αλωνοδίχαλο — το διχαλωτό ξύλο, με το οποίο μετακινούν τα στάχυα που αλωνίζονται. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλώνι + διχάλι (Πελοπόννησος και αλλού)] …   Dictionary of Greek

  • διχάλα — η και διχάλι, το (AM διχάλα) νεοελλ. 1. κάθε αντικείμενο, φυσικό ή τεχνητό, με δύο σκέλη 2. παιδικό παιχνίδι με διχαλωτό σχήμα, σφεντόνα, λάστιχο 3. το γεωργικό εργαλείο δίκρανο 4. το σχήμα που σχηματίζει το κόκαλο τής ωμοπλάτης αρχ. η γωνία που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”